καθαρτῆρα

καθαρτῆρα
καθαρτήρ
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθαρτήρας — ο όργανο καθαρισμού: Οι στρατιώτες καθαρίζουν την κάννη του όπλου με ειδικό καθαρτήρα, που τον ονομάζουν σκοινοκαθαριστήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”